- ἱππογέρανοι
- ἱππο-γέρᾰνοι, οἱ,A crane-cavalry, Luc.VH1.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ιππογέρανοι — ἱππογέρανοι, οί (Α) ιππικό από γερανούς, δηλαδή ιππείς που ιππεύουν γερανούς αντί για ίππους … Dictionary of Greek
ἱππογέρανοι — crane cavalry masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιππ(ο)- — (ΑΜ ἱππ[ο]) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται στον ίππο ή έχει σχέση με τον ίππο. Αξίζει να σημειωθεί ότι με ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη το ἱππο χρησιμοποιήθηκε στην Αρχαία Ελληνική και ως μεγεθυντικό πρόθημα… … Dictionary of Greek